μεσολαβώ

μεσολαβώ
(ΑM μεσολαβῶ, -έω)
βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια
νεοελλ.
1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα»)
2. κάνω ενέργειες σε κάποιον χάριν ενός προσώπου, μεσιτεύω («μεσολάβησα στον υπουργό και πέτυχα τελικά τον διορισμό ενός φίλου»)
3. τοπ. παρεμβάλλομαι μεταξύ δύο ορίων, βρίσκομαι στο μέσο («μεταξύ τών δύο χωριών μεσολαβεί ένας ποταμός»)
4. χρον. συμβαίνω μεταξύ δύο χρονικών σημείων ή γεγονότων, παρεμβάλλομαι («από τις εκλογές ώς σήμερα μεσολάβησαν δύο χρόνια»)
νεοελλ.-μσν.
παρεμβαίνω για την ευόδωση μιας προσπάθειας ή ενός σκοπού
μσν.
ακολουθώ, αποτελώ συνέπεια σε κάτι που προηγήθηκε
αρχ.
1. κρατώ με λαβή από τη μέση
2. ιατρ. πιάνω κάτι με το χέρι από τη μέση («μεσολαβῶ κιρσόν», Ορειβ.)
3. παρεμβαίνω και αναγκάζω κάποιον που μιλάει να σταματήσει, διακόπτω
4. μτφ. εμποδίζω, κωλύω
5. αστρολ. (για πλανητικές επήρειες) παρεμπίπτω
6. (το παθ.) μεσολαβοῡμαι
(για επιστολές) πέφτω στα χέρια άλλου, παραπέφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -λαβῶ (< -λαβής < θ. λαβ- τού λαμβάνω), πρβλ. θεοβλαβής: θεοβλαβώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσολαβώ — μεσολαβώ, μεσολάβησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεσολαβώ — μεσολάβησα, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δυο για συμβιβασμό, συμφιλίωση, συμφωνία κτλ.: Ήρθαν στα χέρια και η αστυνομία μεσολάβησε για να τους χωρίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσολάβῳ — μεσόγραφος written in the middle masc/fem/neut dat sg μεσόλαβον mesolabe neut dat sg μεσόλαβος mesolabe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλανθρωπίζω — μεσολαβώ για συμβιβασμό …   Dictionary of Greek

  • μεσιτεύω — μεσολαβώ για σύναψη συμφωνίας σε αγοραπωλησία, ενοικίαση κτλ.: Μεσίτευσε εσύ για λογαριασμό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προξενεύω — Ν 1. μεσολαβώ για τη σύναψη συνοικεσίου («τού προξενεύει ένα όμορφο κορίτσι») 2. μεσολαβώ για τη σύναψη συμφωνίας, κυρίως για μίσθωση υπηρεσιών («αυτός που μού προξένεψες αποδείχθηκε ανέντιμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προξενώ, κατά το παντρ εύω] …   Dictionary of Greek

  • προξενεύω — προξένεψα, προξενεμένος 1. μεσολαβώ σε σύναψη συνοικεσίου: Του προξενεύουνε ένα καλό κορίτσι. 2. μεσολαβώ, μεσιτεύω για αγοραπωλησία ή για μίσθωση εργασίας ή κτήματος: Μου προξενέψανε ένα καλό κτήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμεσολάβητος — η, ο (Μ ἀμεσολάβητος, ον) [μεσολαβῶ] αυτός που γίνεται δίχως μεσολάβηση, δίχως την παρέμβαση τρίτου …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • διαμεσάζω — (Α διαμεσάζω) [μεσάζω] 1. μεσολαβώ 2. (για χρονικό διάστημα) περνώ το μισό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”