- μεσολαβώ
- (ΑM μεσολαβῶ, -έω)βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχειανεοελλ.1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα»)2. κάνω ενέργειες σε κάποιον χάριν ενός προσώπου, μεσιτεύω («μεσολάβησα στον υπουργό και πέτυχα τελικά τον διορισμό ενός φίλου»)3. τοπ. παρεμβάλλομαι μεταξύ δύο ορίων, βρίσκομαι στο μέσο («μεταξύ τών δύο χωριών μεσολαβεί ένας ποταμός»)4. χρον. συμβαίνω μεταξύ δύο χρονικών σημείων ή γεγονότων, παρεμβάλλομαι («από τις εκλογές ώς σήμερα μεσολάβησαν δύο χρόνια»)νεοελλ.-μσν.παρεμβαίνω για την ευόδωση μιας προσπάθειας ή ενός σκοπούμσν.ακολουθώ, αποτελώ συνέπεια σε κάτι που προηγήθηκεαρχ.1. κρατώ με λαβή από τη μέση2. ιατρ. πιάνω κάτι με το χέρι από τη μέση («μεσολαβῶ κιρσόν», Ορειβ.)3. παρεμβαίνω και αναγκάζω κάποιον που μιλάει να σταματήσει, διακόπτω4. μτφ. εμποδίζω, κωλύω5. αστρολ. (για πλανητικές επήρειες) παρεμπίπτω6. (το παθ.) μεσολαβοῡμαι(για επιστολές) πέφτω στα χέρια άλλου, παραπέφτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -λαβῶ (< -λαβής < θ. λαβ- τού λαμβάνω), πρβλ. θεοβλαβής: θεοβλαβώ].
Dictionary of Greek. 2013.